ἐπιτάσσεται

ἐπιτάσσεται
ἐπιτάσσω
put upon
pres ind mp 3rd sg
ἐπιτάσσω
put upon
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρωθύστερος — η, ο / πρωθύστερος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προτάσσεται ενώ θα έπρεπε να επιτάσσεται, που τίθεται πρώτος ενώ θα έπρεπε να έπεται 2. φρ. «πρωθύστερο σχήμα» ή απλώς «το πρωθύστερο» (ενν. σχήμα) γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο προτάσσεται ένας όρος ή… …   Dictionary of Greek

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

  • άνευθε — ἄνευθε (AM) [άνευ] μσν. (πρόθ. που συνήθως επιτάσσεται και σύνδ.) εκτός αρχ. 1. (πρόθ. που προτάσσεται) άνευ, χωρίς 2. (ως επίρρ.) μακριά, απόμακρα …   Dictionary of Greek

  • ένερθε — ἔνερθε και ἔνερθεν και νέρθε και νέρθεν και δωρ. τ. ἔνερθα (Α) 1. από κάτω («ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν», Ομ. Ιλ.) 2. κάτω (χωρίς έννοια κινήσεως) («μαιμήωσι δ ἔνερθε πόδες και χεῑρες ὕπερθε», Ομ. Ιλ.) 3. (παρεμβαλλόμενο σε έναρθρο ουσ. πληθ …   Dictionary of Greek

  • επισφράγισμα — το (AM ἐπισφράγισμα) [επισφραγίζω] 1. επισφράγιση*, επιβεβαίωση, επικύρωση 2. τελειοποίηση, αποπεράτωση, ολοκλήρωση μσν. εγγύηση αρχ. συμπλήρωμα, πίνακας που επιτάσσεται …   Dictionary of Greek

  • με — (I) και μέ (συντετμημένος τύπος τού εμέ, αιτ. τού εγώ) όταν προτάσσεται τού ρήματος συνήθως διατηρεί τον τόνο του και χρησιμοποιείται ως μη εγκλιτική λέξη, ενώ όταν επιτάσσεται σχεδόν πάντοτε παραμένει άτονο και είναι εγκλιτική λέξη (α. «μέ… …   Dictionary of Greek

  • που — (I) και ιων. τ. κου και αιολ. τ. ποι, Α (αόρ. εγκλιτ. επίρρ.) 1. κάπου, σε κάποιο τόπο («ἐμβαλεῑν που τῆς χώρας», Ξεν.) 2. σε κάποιο βαθμό («καὶ πού τι καὶ ή ἀπειρία πρῶτον ναυμαχούντας ἔσφηλεν», Θουκ.) 3. (με αριθμτ.) περίπου, πάνω κάτω («ἔτεα… …   Dictionary of Greek

  • προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

  • υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”